Οι παρακάτω μαθητές μας διακρίθηκαν στον 8ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος, που προκηρύχθηκε από τον σύλλογο «ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΟΙ ΕΔΕΣΣΑΣ».
ΒΡΑΒΕΙΟ
«Ημερολόγια Καραντίνας» Κουσκουμβεκάκη Αναστασία – Κλειώ
ΕΠΑΙΝΟΙ
«Φτάνει η σπατάλη του νερού» Γουμενάκη Σοφία
«Το πιο πολύτιμο αγαθό» Μυγιάκη Αικατερίνη
«1943» Κυριαζή Αικατερίνη
«Μία ωραία μέρα» Χριστοφιλόπουλος Δημήτριος
Η Βράβευση θα πραγματοποιηθεί σε ειδική εκδήλωση τον Σεπτέμβριο 2023 στην Έδεσσα.
Το βραβευμένο έργο
Ημερολόγια Καραντίνας
Άνοιξα τα μάτια μου και ένιωσα τις γλυκές ακτίνες του ήλιου να με ζεσταίνουν, καθώς εισέβαλλαν στον χώρο από το παράθυρο του δωματίου μου. Με δυσκολία κρατούσα τα βλέφαρά μου ανοικτά και ο ολιγόωρος ύπνος που είχα εξασφαλίσει δεν ήταν αρκετός για να με κάνει να σηκωθώ από το κρεβάτι. Εξάλλου, ποιος ο λόγος;
Ήταν ημέρα Σάββατο, νομίζω. Όμως για να είμαι ειλικρινής, πλέον όλες οι μέρες της εβδομάδας έμοιαζαν ίδιες. Ήταν μήνας Απρίλιος – αυτό μπορούσα να το πω με σιγουριά. Η άνοιξη υποτίθεται πως ήταν η περίοδος της αναγέννησης της φύσης, όμως κάθε μέρα που περνούσε, ένιωθα και ένα κομμάτι του εαυτού μου να πεθαίνει μέσα μου. Όποιον και αν ρωτούσες πια, δεν ήξερε να σου πει με ακρίβεια πόσες εβδομάδες καραντίνας είχαν περάσει – ή μάλλον πόσες εβδομάδες από τη ζωή μας είχαμε χάσει τόσο άδικα.
Τα μάτια μου ήταν επίμονα συγκεντρωμένα στον τοίχο απέναντί μου. Τον τελευταίο καιρό είχα περάσει ατελείωτες ώρες κοιτάζοντας το συγκεκριμένο σημείο κα προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω όλα αυτά που συνέβαιναν. Είχα αρχίσει να αμφισβητώ τόσα πολλά πράγματα για τον κόσμο γύρω μου. Όπως για παράδειγμα, γιατί οι μαθηματικοί ξόδευαν τον χρόνο τους να μας μάθουν πολύπλοκες πράξεις με δεκάδες ψηφία και υποδιαστολές, όταν οι μόνοι αριθμοί που χρειαζόμασταν στην πραγματικότητα για να εξυπηρετηθούμε ήταν έξι; Ακριβώς! – έξι μονάχα διαφορετικά νούμερα. Ούτε ένα παραπάνω, ούτε ένα λιγότερο, και παραδόξως ήταν αρκετά για να πάρουμε άδεια από τον απρόσωπο χειριστή της εφαρμογής που μας επέτρεπε να μετακινηθούμε σε φαρμακείο, σούπερ-μάρκετ ή τράπεζα. Ξαφνικά όλο το μαθηματικό σύμπαν δεν είχε πλέον καμία απολύτως σημασία.
Θυμάμαι, πρόσφατα, είχα διαβάσει ένα κείμενο του Αντώνη Σαμαράκη με τίτλο «Ζητείται Ελπίς». Εκείνος μιλούσε για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και πως ο κόσμος χρειαζόταν ελπίδα περισσότερο από ποτέ, όμως συνειδητοποίησα πως η κατάσταση στην οποία ζούσαμε εμείς τώρα δεν διέφερε και πολύ – στην πραγματικότητα ήταν αρκετά παρόμοια. Ποτέ πριν δεν περίμενα ότι θα μπορούσα να ταυτιστώ με τέτοιο τρόπο με ένα βιβλίο μιας τόσο μακρινής αφήγησης, αλλά μήπως κι αυτό που βιώναμε εμείς δεν ήταν ένα είδος πολέμου; Ένας άδικος πόλεμος, χωρίς κανόνες, νίκες, ήττες ή ανακωχές, αλλά μία συνεχής μάχη που δεν φαινόταν να είχε τελειωμό. Ο εχθρός – αόρατος και εξαιρετικά ύπουλος – μπορεί να βρίσκεται ταυτόχρονα σε εκατοντάδες σημεία. Ήθελε να επιβιώσει, ακριβώς όπως και εμείς. Η διαφορά μας όμως ήταν πως εκείνος ήταν αδίστακτος. Δεν λογάριαζε το αντίκτυπο των πράξεων του. Ήταν εγωιστής – νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό του και όχι για τους χιλιάδες νεκρούς που άφηνε στο πέρασμά του. Αλήθεια, ποιες ήταν οι πιθανότητές μας να κερδίσουμε κάτι που δεν μπορούσαμε καν να δούμε; Η ανθρωπότητα είχε αντιμετωπίσει άπειρες ασθένειες στο παρελθόν, όμως αν αυτή τη φορά δεν τα καταφέρναμε;
Πήρα μια βαθιά ανάσα και με αργές κινήσεις σηκώθηκα επιτέλους από το κρεβάτι μου και κατευθύνθηκα προς το σαλόνι. Το σπίτι ήταν εντελώς άδειο. Οι χώροι, άλλοτε γεμάτοι φωνές και γέλια, τώρα ήταν βυθισμένοι στη σιωπή και την αποξένωση. Το σκηνικό έμοιαζε με φυλακή. Η μητέρα μου συνήθιζε να λέει πως ήταν περισσότερο σαν καταφύγιο, που μας κρατούσε ασφαλείς, όμως εγώ δεν συμφωνούσα. Όση προστασία κι αν προσέφερε η απομόνωση, παρέμενε να είναι απομόνωση – αυτό δεν άλλαζε.
Είχα αρχίσει να πιστεύω πως αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, σύντομα οι άνθρωποι θα ξεχνούσαν να αγκαλιάζουν, να φιλάνε – ακόμα και να κάνουν χειραψίες. Έννοιες οι οποίες από τη στιγμή που γεννηθήκαμε δεν χρειαζόντουσαν σκέψη ή ανάλυση, τώρα ήταν έτοιμες να χαθούν για πάντα στον χρόνο. Μα πάνω από όλα θα ξεχνούσαμε το αίσθημα της ζεστασιάς και της ασφάλειας που νιώθει κανείς, όταν βρίσκεται σφικτά τυλιγμένος γύρω από τα χέρια ενός αγαπημένου του προσώπου. Πώς υποτίθεται ότι θα μπορούσα ποτέ να αισθανθώ την αγάπη και τον έρωτα, αν δεν μπορούσα να πλησιάσω κανέναν; αν δεν μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν; Οι κανόνες ήταν απόλυτοι. Δύο μέτρα απόσταση. Πάντοτε. Καμία εξαίρεση! Ο ιός δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα σε συγγενείς και ξένους. Δεν είχε τον χρόνο…
Αμέτρητες ήταν οι φορές που είχα ευχηθεί όλο αυτό να ήταν ένα όνειρο. Ένας εφιάλτης που αργά ή γρήγορα θα τελείωνε και ξυπνούσα στην αγκαλιά της μητέρας του κλαίγοντας. Και εκείνη θα με φιλούσε στοργικά και θα με αγκάλιαζε και θα μου έλεγε πως όλα θα πάνε καλά. Όμως για τρεις λόγους ήξερα ότι δεν ονειρευόμουν. Πρώτον, ποτέ μου δεν είχα τόση φαντασία και σίγουρα δεν ήμουν αρκετά δημιουργική, ώστε να σχεδιάσω μια ολόκληρη πανδημία στο μυαλό μου. Δεύτερον, η θλίψη, η στενοχώρια και η λύπη, ήταν συναισθήματα πέρα για πέρα αληθινά και με διάβρωναν όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα. Είχαν σβήσει οτιδήποτε αγνό και παιδικό πάνω μου και με είχαν κάνει να ωριμάσω πριν από την ώρα μου. Πλέον, έβλεπα τον κόσμο μέσα από άλλα μάτια – δύο πράσινα απαισιόδοξα μάτια τα οποία είχαν χάσει τη λάμψη τους. Και τέλος, αν όλα αυτά ήταν πράγματι ένα ψέμα, τότε δεν θα ένιωθα αυτό το κενό μέσα μου. Γιατί θα ήξερα ότι όταν επιτέλους ξυπνούσα από αυτόν τον εφιάλτη, ο κολλητός μου, ο Ορέστης, θα ήταν ακόμη εδώ. Όμως, δεν τα είχε καταφέρει. Δεν τα παράτησε ούτε μία στιγμή κατά τη διάρκεια της μάχης του και πάλεψε με ό,τι όπλο είχε ενάντια στον αόρατο εχθρό. Όμως αποδείχθηκε πως δεν ήταν αρκετά δυνατός. Και η ήττα δεν ήταν μόνο δική του, αλλά και δική μου. Πονούσα στην ιδέα ότι ήταν μόνος του σε όλο αυτό και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τον βοηθήσω.
Στην αρχή, όταν το πρωτόμαθα, περνούσα ατελείωτες ώρες κλεισμένη στο δωμάτιο μου κλαίγοντας, όμως πλέον δεν ένιωθα απολύτως τίποτα, παρά μόνο ένα αναντικατάστατο κενό και την ανικανότητα να παράγω δάκρυα. Το ξέρω πως έπρεπε να ήμουν δυνατή – εξάλλου αυτό θα ήθελε και εκείνος. Όμως εκείνη την ημέρα κάτι πέθανε μέσα μου και ήξερα πως τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο. Η ελπίδα μου είχε πεθάνει!