Οι παρακάτω μαθητές μας βραβεύθηκαν στον 24ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό για το έτος 2023 – 2024, που προκηρύχθηκε από την Εταιρεία Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου. Η βράβευση πραγματοποιήθηκε στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» στην Αμφιάλη, Κερατσίνι.
Η προδοσία της εικόνας
Δεν έχω ιδέα πώς κατάφερα να μπλέξω τον εαυτό μου σε αυτή την κατάσταση, όμως για να πω την αλήθεια δεν με εκπλήσσει και τόσο τώρα που το σκέφτομαι. Εξάλλου, εγώ και η τύχη έχουμε χωρίσει τους δρόμους μας εδώ και πολύ καιρό.
Η αλήθεια είναι ότι αν αυτό μου συνέβαινε λίγα χρόνια πριν, θα ήμουν κάθετη. Δεν υπήρχε περίπτωση να το δεχτώ! Ούτε μια στο εκατομμύριο! Όμως, τώρα πρέπει να αναγκαστώ να κάνω τα στραβά μάτια, γιατί το πτυχίο μου εξαρτάται από αυτό.
Για μένα η Ιατρική πάντα ήταν όνειρο ζωής. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήθελα να γίνω γιατρός. Όταν ήμουν 7 χρονών και με ρώτησε η θεία μου η Αρετή τι θέλω κάνω όταν μεγαλώσω, της απάντησα να βοηθάω τους άλλους, χωρίς δεύτερη σκέψη. Στα 11 μου όταν η κολλητή μου έπεσε και χτύπησε, μονάχα εγώ έμεινα να την βοηθήσω, γιατί οι άλλοι φοβόντουσαν το αίμα. Οπότε, όταν έφτασα 16 και με ρώτησαν τι θέλω να γίνω, είπα με αυτοπεποίθηση και σιγουριά «γιατρός». Και τώρα, όλα αυτά τα χρόνια μετά είμαι ένα βήμα πιο κοντά στον στόχο μου – στο όνειρό μου. Ένα βήμα πιο κοντά στο να πάρω το πτυχίο μου. Στο να αρχίσω πραγματικά να βοηθάω κόσμο. Οπότε αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να κάνω την τελευταία μου εργασία με τον άνθρωπο που συμπαθώ λιγότερο σε όλο το τμήμα, τότε ας είναι. Είμαι διατεθειμένη να κάνω αυτή τη θυσία.
Καθώς κάθομαι στην καφετέρια απέναντι από τη σχολή και τον περιμένω από ώρα σε ώρα να έρθει, νιώθω τις παλάμες μου να ιδρώνουν. Όμως, ξέρω ότι αυτό δεν είναι άγχος – είναι φόβος. Πραγματικά τις τελευταίες μέρες έχω αναρωτηθεί δεκάδες φορές τι είχε στο μυαλό του ο καθηγητής μου, όταν μας ανέθεσε την εργασία μαζί. Και μέχρι τώρα δεν έχω βρει απάντηση. Όμως, αν θέλω να ξεμπερδεύω και με το τελευταίο μου μάθημα, θα πρέπει να πάω με τα νερά του – ακόμη και αν αυτό σημαίνει να συνεργαστώ με τον Αχιλλέα.
Υπάρχουν ελάχιστοι άνθρωποι που δεν συμπαθώ. Δεν μου είναι εύκολο να μισήσω κάποιον και πάντοτε βρίσκω το κουράγιο να συγχωρώ. Όμως, αυτό που συνέβη με τον Αχιλλέα, θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου για πάντα. Ποτέ μου δεν πρόκειται να ξεχάσω την ημέρα που η Ελένη ήρθε για μάθημα και τα χέρια της ήταν μελανιασμένα από πάνω μέχρι κάτω. Ποτέ δεν θα ξεχάσω το βλέμμα στο πρόσωπό της και τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της από το ξενύχτι. Και από την άλλη την απαθή έκφρασή του, την πλήρη αδιαφορία του για ό,τι της είχε κάνει.
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος μπορεί να το κάνει αυτό σε κάποιον άλλον. Πόσο τυφλωμένος από την οργή πρέπει να είναι για να χάσει τον έλεγχο με τέτοιον τρόπο. Οπότε, όσο σίγουρη είμαι ότι η Ιατρική είναι αυτό που θέλω να κάνω στη ζωή μου, άλλο τόσο σίγουρη είμαι πως θέλω να μείνω όσο πιο μακριά γίνεται από τον Αχιλλέα.
Η καρδιά μου αρχίζει να ανεβάζει παλμούς και παρόλη την ταραχή μου, δεν γίνεται να μη γελάσω με την ειρωνεία της κατάστασης, καθώς τον βλέπω στην είσοδο του μαγαζιού. Σκανάρει τον χώρο με τα γαλανά μάτια του – που άλλοτε θα τα θεωρούσα γοητευτικά, όμως πλέον μόνο με αηδιάζουν – και όταν με εντοπίζει, αρχίζει να πλησιάζει. Κάθεται απέναντί μου και δεν λέει ούτε κουβέντα, πάρα μόνο μου γνέφει. Δεν είναι χαζός. Φυσικά και ξέρει το πώς νιώθω γι’ αυτόν. Όπως και το πώς νιώθει όλο το πανεπιστήμιο γι’ αυτόν. Είναι πλέον συνηθισμένος στο να τον αντιπαθούν. Για το μόνο που δεν μπορώ να τον κατηγορήσω είναι ότι τουλάχιστον καταλαβαίνει την κατάσταση, οπότε προσπαθεί να μην την κάνει περισσότερο άβολη από ότι είναι.
Ανταλλάσσουμε μερικές τυπικές κουβέντες και αφού μοιράσουμε τις δουλειές, ξεκινάμε ο καθένας το πόστο του. Το κίνητρο να μην τον ξαναδώ ποτέ κάνει τα χέρια μου να παίρνουν φωτιά πάνω από το πληκτρολόγιο και με την άκρη του ματιού μου τον κοιτάω πού και πού, καθώς με παρατηρεί. Φυσικά, ποτέ δεν γυρίζω να τον ρωτήσω οτιδήποτε.
“Εγώ τελείωσα για σήμερα” ανακοινώνει μετά από αρκετές ώρες σιωπής που έμοιαζαν με αιώνες.
Του γνέφω και αρχίζω να μαζεύω τα πράγματα μου όσο πιο γρήγορα μπορώ. Νιώθω τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου, όμως δεν γυρίζω να τον κοιτάξω.
“Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;” για δεύτερη φορά παίρνει τον λόγο και δεν ξέρω γιατί, αλλά κρατάω την αναπνοή μου.
“Τι;” λέω ξερά χωρίς κανένα απολύτως συναίσθημα στη φωνή μου.
“Με φοβάσαι;”
Παγώνω.
Σε καμία περίπτωση δεν περίμενα μια τέτοια ερώτηση. Τόσο ωμή, όμως ταυτόχρονα και τόσο ειλικρινή.
Δεν έχω ιδέα τι να απαντήσω – αν και πιστεύω ότι η έκφρασή μου προδίδει τα πάντα.
“Δεν ξέρω τι περιμένεις να πω. Όλοι ξέρουμε τι συνέβη… “
Γελάει αλλά δεν υπάρχει καθόλου χιούμορ στο βλέμμα του.
“Και αν σου έλεγα ότι δεν το έκανα εγώ;”
“Δεν θα σε πίστευα.” απαντάω αμέσως χωρίς καν να το σκεφτώ.
“Σωστά… Γιατί να με πίστευες;”
Τα φρύδια μου σμίγουν και νιώθω τον εαυτό μου να προσελκύεται όλο και περισσότερα από τα λόγια αυτού του άνδρα. Μην το συνεχίσεις! Απλώς πες ένα ξερό καληνύχτα και γύρνα στο σπίτι σου. Το να ανοίξεις κουβέντα μαζί του δεν θα σε ωφελήσει πουθενά.
“Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις… “
“Είναι πραγματικά θλιβερό το πώς οι άνθρωποι επικεντρώνονται τόσο πολύ στο φαίνεσθαι και όχι στο είναι”.
Αν νομίζει ότι αυτό μου ξεκαθάρισε την κατάσταση, κάνει μεγάλο λάθος…
“Δεν το έκανα εγώ” επαναλαμβάνει.
“Αυτό είναι αδύνατο. Όλοι μας είδαμε… “
“Είδατε αυτό ακριβώς που κάποιος άλλος ήθελε να δείτε… ” με διακόπτει, πριν ολοκληρώσω την πρότασή μου.
Δεκάδες κομμάτια του παζλ αρχίζουν σιγά σιγά να συναρμολογούνται στο μυαλό μου. Και αν όντως αυτό που υπαινίσσεται είναι αλήθεια, τότε νομίζω πως αρχίζω να τρελαίνομαι – γιατί δεν υπάρχει άλλη εξήγηση!
Θέλω να τον ρωτήσω και άλλες λεπτομέρειες. Πρέπει να είμαι σίγουρη, πριν βγάλω κάποιο συμπέρασμα. Όμως, όταν ανοίγω το στόμα μου να μιλήσω, δεν έχω κανέναν απολύτως έλεγχο αυτών που λέω. Λες και πλέον λειτουργώ καθαρά με το ένστικτό μου – ή μάλλον με το συναίσθημά μου…
“Γιατί δεν είπες τίποτα;”
“Ποιο το νόημα; Κανείς δεν θα με πίστευε…”
Η πρώτη μου σκέψη είναι να διαφωνήσω αμέσως μαζί του, όμως με βάση την αντίδρασή μου λίγα μόλις λεπτά πριν, δεν νομίζω ότι είναι το πιο κατάλληλο για να πω.
“Ποτέ δεν πιστεύουν εμάς” ακούγεται περισσότερο σαν παράπονο, αν και δεν νομίζω πως το προόριζε γι’ αυτό. “Το ψέμα είναι πολύ πιο πειστικό, έτσι δεν είναι;”
Παραμένω σιωπηλή και αμφιβάλλω αν και εγώ η ίδια μπορώ να διαβάσω την έκφρασή μου αυτήν τη στιγμή.
“Γιατί εκπλήσσεσαι;” μαζεύει σιγά σιγά τα πράγματά του και αρχίζει να απομακρύνεται, όμως ασυναίσθητα τον ακολουθώ.” Εξάλλου εγώ είμαι ο άνδρας. Εγώ είμαι ο θύτης, σωστά;”
Το στομάχι μου πονάει και νομίζω πως αναγνωρίζω αυτό το συναίσθημα. Είναι η ενοχή που με τρώει από μέσα προς τα έξω όλη αυτήν την ώρα…
Σηκώνω το βλέμμα μου διστακτικά από το πάτωμα για να τον κοιτάξω και ενώ περιμένω να δω κάποιου είδους απογοήτευση, πικρία ή ακόμα και θυμό, τον βλέπω να μου χαμογελάει αχνά.
“Θα τα πούμε αύριο” και με αυτό φεύγει και με αφήνει στη μέση του δρόμου νιώθοντας λες και μόλις έσκασε κάποια βόμβα.
Χρειάζομαι χρόνο για να επεξεργαστώ όσα έγιναν όμως καθώς γυρίζω σπίτι, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτα, καθώς δεκάδες αναμνήσεις του παρελθόντος μου, που νόμιζα πως είχα ξεχάσει, με κατακλύζουν.
Θυμάμαι όταν ήμουν 7 χρονών τα λόγια των γονιών μου στα οικογενειακά τραπέζια…
“Αυτήν θα την κάνουμε γιατρό.”
Θυμάμαι στα 11 μου που μου πήραν το πρώτο μου σετ παιχνιδιών με εργαλεία του γιατρού… Θυμάμαι στα 16 μου τον παππού μου να επαναλαμβάνει συνεχώς πόσο πολύ ήθελε κάποιο από τα παιδιά ή τα εγγόνια του να σπουδάσει στην Ιατρική σχολή…
Όμως γιατί αναλογίζομαι όλα αυτά τώρα; γιατί μετά από τόσα χρόνια, παρόλο που είμαι σίγουρη για τις επιλογές μου;
Δεν έχω όρεξη για βραδινό οπότε κλείνομαι αμέσως στο δωμάτιο μου για να ηρεμήσω. Αλλά από ότι φαίνεται ούτε αυτό είναι αρκετό. Γιατί το βλέμμα μου καρφώνεται χωρίς να το θέλω σε μια αφίσα του τοίχου μου.
Ceci n‘est pas une pipe
Αυτή δεν είναι μια πίπα.
Θυμάμαι τον πατέρα μου που προσπαθούσε να μου εξηγήσει αυτήν τη φράση, όταν ήμουν μικρή.
Αυτή δεν είναι μια πίπα. Είναι η ζωγραφιά μιας πίπας, έλεγε. Όμως, πιστεύω πως τώρα καταλαβαίνω τι πραγματικά εννοούσε. Πρώτη φορά κατανοώ αυτήν τη λεπτή γραμμή που όμως κάνει τη διαφορά.
Οι άνθρωποι επικεντρώνονται τόσο πολύ στο φαίνεσθαι και όχι στο είναι.
Τα λόγια του γυρίζουν ασταμάτητα στο κεφάλι μου. Και καθώς κάθομαι και κοιτάζω την πίπα – συγνώμη εννοώ τη ζωγραφιά της πίπας – δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι αν έχω μπερδέψει αυτήν τη λεπτή γραμμή στη ζωή μου περισσότερες φορές από ότι νόμιζα…
Ούνμπεκαντ
«Τον λένε Ούνμπεκαντ!» Άκουσα κάποιον να φωνάζει από το πλήθος. Έτσι με έλεγαν, έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Έτσι μου είχε μάθει αυτός. Αυτός, ο άνθρωπος. Αν μπορώ να τον πω άνθρωπο. Τι μου είχε πει ότι είναι; Θεός; Βασιλιάς; Δεν θυμάμαι. Το ξαναείπε η γυναίκα. «Τον λένε Ούνμπεκαντ!». Ναι, έτσι με λένε. Αυτός είμαι. Ο άγνωστος. Ο Ούνμπεκαντ. Κοιτούσα γύρω γύρω. Μα πού ήμουν; Δεν ήξερα να απαντήσω. Ούτε σε αυτό, ούτε σε τίποτα. Με ρωτούσε η γυναίκα. «Σε λένε Ούνμπεκαντ;» Ναι, ναι!! Ήθελα να φωνάξω, αλλά δεν μπορούσα. Δεν μίλησα. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Δεν ήξερα να μιλάω. Την κοίταξα. Γούρλωσα τα μάτια μου με απορία. «Δεν ξέρεις να μιλάς;» Πάλι μουγγός. Και τι να πω; Δεν ήξερα να μιλάω. Απλά σκεφτόμουν. Το στόμα μου όμως παρέμενε κλειστό. Έβγαλα από την τσέπη μου το γράμμα. Είχα δώσει το πρώτο, τώρα έβγαλα το δεύτερο. Αυτό που είχε γράψει εκείνος. Ο άνθρωπος. Δεν ήξερα τι έλεγε. Δεν ήξερα τι είχε γράψει. Απλά σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν γιατί δεν ήξερα να διαβάζω. Σκεφτόμουν γιατί δεν ήξερα να γράφω. Και απλά ό,τι έλεγα το άκουγα εγώ και ο εγκέφαλός μου. Ντράπηκα, ντράπηκα πολύ. Ντράπηκα γιατί με ρωτούσαν και δεν ήξερα να απαντήσω. Και με τραβούσαν, με τραβούσαν από δω κι από κει. Το γράμμα μάλλον δεν τους βοήθησε. Ξαφνικά έπεσα κάτω. Και δεν καταλάβαινα τίποτα. Και μετά όλα μαύρισαν.
Με ξύπνησε ο ήχος του νερού. Νερό, άρα θάλασσα, άρα είχα αλλάξει τοποθεσία. Ναι, ναι, θάλασσα! Ή και όχι. Δεν ήμουν κοντά σε θάλασσα. Κρίμα. Αν ήμουν κοντά σε θάλασσα θα μπορούσα να φύγω. Να πάρω ένα καράβι και να φύγω. Να ζήσω κάπου μακριά και να μην με βρει ποτέ κανείς. Αλλά δεν ήμουν στη θάλασσα. Ήμουν σε ένα δωμάτιο, πάνω σε έναν καναπέ. Ένας άντρας έπλενε πιάτα σε έναν νιπτήρα πιο δίπλα. Προσπάθησα να σηκωθώ. Προσπάθησα να περπατήσω. Σκόνταψα. Έπεσα ξανά. Ο άντρας έτρεξε δίπλα μου. Με κράτησε. Με σήκωσε. Γούρλωσα τα μάτια μου. Αλλά με έκπληξη αυτή τη φορά. Ο άνθρωπος, όταν έπεφτα, με κλώτσαγε. Ο άντρας με σήκωσε. Ο άλλος με κοιτούσε με απέχθεια. Αυτός με αγάπη. «Ούνμπεκαντ; Έτσι δεν σε λένε;» Δεν απάντησα. Δεν άνοιξα καν το στόμα μου. Δοκίμασα να γνέψω. «Γνέφεις, βλέπω. Άρα καταλαβαίνεις τι λέω. Απλά δεν μπορείς να μιλάς. Ή δεν θέλεις να μιλήσεις. Αφού καταλαβαίνεις, να σου πω και τι έγινε. Λιποθύμησες στη μέση του πλήθους. Κάναμε ένα μικρό συμβούλιο και προσφέρθηκα να μείνεις μαζί μου». Απίστευτο. Ήθελε να μείνω μαζί του! Κάποιος ήθελε να μείνω μαζί του! Αν ήταν εδώ ο άνθρωπος, θα μου έλεγε να μην το παίρνω πάνω μου. Ότι κατά πάσα πιθανότητα τον ανάγκασαν. Αλλά δεν ήταν εδώ. Δεν ήταν εδώ, και μπορούσα να τον λέω άνθρωπο, όχι θεό. Μπορούσα να τον λέω άνθρωπο, όχι βασιλιά. Κοίταξα τον άντρα. Τον αγκάλιασα. Με έσπρωξε. Αλλά όχι βίαια, απαλά. «Λοιπόν, με καταλαβαίνεις, άρα μπορώ να μιλήσω. Ξεκινάς εκπαίδεΥση. Θα ξεκινήσουμε από τα βασικά. Θα σου μάθω να μιλάς. Αυτό που θέλω να κάνεις εσύ είναι να ανοίξεις το στόμα σου και να πεις ό,τι σου βγει».
To έκανα. Δεν ήξερα γιατί, μα το έκανα. Άνοιξα το στόμα μου. Και το ξαναέκλεισα. Θυμήθηκα τον άλλο άνθρωπο, τον κακό. Μου φώναζε να μην ανοίγω ποτέ το στόμα μου, γιατί θα μιλήσω. Και δεν πρέπει να μιλάω, δεν πρέπει να μιλώ ποτέ. Μα γιατί δεν πρέπει να μιλάω; Άραγε θα μάθαινα ποτέ; Ο άντρας μού είπε να δοκιμάσω ξανά. Φοβήθηκα, σκέφτηκα τον άλλο. Αλλά πάλι, δεν ήταν εδώ. Δεν ήταν εδώ και μπορούσα να ανοίξω το στόμα μου. Και το άνοιξα. Άκουσα έναν ήχο. «Ώστε μιλάς. Καλή δουλειά. Αυτό που είπες, λέγεται Α. Για ξανακάνε το. Ααααα». Το έκανα. Δεν ξέρω τι είδους μαγεία είχε αυτός ο άνθρωπος, αλλά με έκανε να αντιστέκομαι στον άνθρωπο. Ο κακός μού φώναζε, με χτύπαγε, με μισούσε! Αυτός, ένιωθα πως με αγαπούσε. Μου είπε ότι ήταν δάσκαλος και είχε προτείνει να με υιοθετήσει, για να μου μάθει να μιλάω και να γράφω και να διαβάζω. Μέχρι το βράδυ, είχα μάθει τα φωνήεντα. Και μου είπε ότι έκανα πρόοδο. Με έβαλε να τα ξαναπώ πριν το φαγητό. Σούπα. Μου αρέσουν οι σούπες, αλλά αυτή είχε κάτι το διαφορετικό. Ο άλλος, ό,τι φαγώσιμο ή πόσιμο μου έδινε ήταν κρύο. Πάντα ήταν κρύο. Κρύα σούπα, κρύο κρέας, κρύα ζυμαρικά και πάντα τα ίδια. Η ίδια γεύση, σαν κάποιος να είχε μία συνταγή για κάθε πιάτο και πέντε ίδια υλικά που δεν άλλαζαν ποτέ. Αυτή, ήταν ζεστή. Έξω είχε κρύο, πολύ κρύο. Τη στιγμή που τη γεύτηκα, ζεστάθηκε το κορμί μου όπως δεν είχε ζεσταθεί ποτέ. Ένιωσα μία θαλπωρή σαν το υγρό να είχε εισχωρήσει στις φλέβες μου και να με ζέσταινε.
Όταν τελείωσα, με έβαλε για ύπνο. Σε ένα κρεβάτι. Μαλακό, ζεστό και αυτό. Το κρεβάτι του άλλου ήταν πάντα σκληρό, σκληρό και κρύο. Τον χειμώνα, μου πετούσε δύο κουβέρτες άσχημες για να μην παγώσω. Αυτός με σκέπασε με κάτι όμορφα γαλάζια παπλώματα, απαλά, και τι όμορφα που μύριζαν! Το βράδυ κοιμήθηκα τόσο γαλήνια. Τη μισή μου ζωή την πέρασα με εφιάλτες. Έβλεπα στον ύπνο μου εκείνον. Εκείνο το βράδυ όμως κοιμήθηκα όμορφα. Κοιμήθηκα χωρίς εφιάλτες και χωρίς ανήσυχα όνειρα. Κοιμήθηκα χωρίς φόβο. Το πρωί που ξύπνησα, κατάλαβα ότι ο άντρας κοιμόταν ακόμη. Κοιμόταν ακόμη, άρα είχα μία ευκαιρία να δω το σπίτι. Να δω το σπίτι και να το εξερευνήσω. Δεν ήταν κακό. Δεν θα μου θύμωνε. Ήλπιζα. Έτσι λοιπόν σηκώθηκα και νυχτοπατώντας πήρα το κερί που κρεμόταν στη γωνία. Οι λάμπες φθορίου έκαναν θόρυβο, και δεν ήθελα να τον ξυπνήσω. Όχι, αν τον ξυπνούσα, μπορεί να θύμωνε. Μπορεί να θύμωνε και εγώ δεν ήθελα να θυμώσει. Ξεκίνησα λοιπόν την εξερεύνηση.
Το πρώτο που παρατήρησα ήταν ότι το σπίτι ήταν μεγάλο. Αν και δεν ξέρω. Σε σύγκριση με το σπίτι που μεγάλωσα μέχρι και το σαλόνι που είχα δει, έμοιαζε με παλάτι. Αν μεγάλωσα σε μέρος. Όχι, δεν γίνεται αυτό που λέω. Ανεξαρτήτως μεγέθους, κάθε τόπος θεωρείται και μέρος, έτσι δεν είναι; Αλλά εγώ μεγάλωσα σε ένα δωμάτιο. Μεγάλωσα σε ένα δωμάτιο μικρό και στενό. Αρκετά ψηλό για το ύψος μου, αρκετά φαρδύ για να είναι άνετο, όχι όμως και αρκετά ανοιχτό για άνθρωπο που θέλει οξυγόνο. Είχε μόνο ένα παράθυρο στην κορυφή του. Ένα παράθυρο που ποτέ δεν έμαθα σε τι έβλεπε. Παραήταν ψηλά για να καταφέρω να δω. Το μόνο που έκανα ήταν να ακούω. Άκουγα τον έξω κόσμο, μα δεν τον είδα ποτέ. Δεν τον είχα δει ποτέ, κατάφερα όμως να τον δω εχθές. Έφερα στο μυαλό μου αυτά που είχα δει. Όταν ήμουν μικρός, έβλεπα ταινίες. Μπόρεσα να αναγνωρίσω τα δέντρα. Και τους δρόμους. Και τα σπίτια. Ώστε έτσι είναι ο έξω κόσμος. Ήταν όμορφος. Ήταν πολύ όμορφος. Πόσο τον είχα πεθυμήσει. Είχα πεθυμήσει τους ήχους, τον καθαρό αέρα και τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους που είδα εχθές, τους καλούς.
Περιηγήθηκα και άλλο στο σπίτι. Είδα την κουζίνα, το μπάνιο και το υπνοδωμάτιο. Εκεί κοιμόταν ο άντρας. Δεν τον ξύπνησα. Δεν ήθελα να τον ενοχλήσω και φοβήθηκα μήπως με μάλωνε που έψαχνα το σπίτι του. Κοντά στο υπνοδωμάτιο ήταν μια πόρτα. Την άνοιξα. Την άνοιξα και είδα το πιο όμορφο σκηνικό της ζωής μου. Ώστε έτσι ήταν. Ώστε έτσι ήταν ο έξω κόσμος. Ήταν πανέμορφος. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν τα σπίτια. Πολλά σπίτια, πάρα πολλά σπίτια το ένα δίπλα στο άλλο. Θυμόμουν την εικόνα αυτή. Είχα δει κάτι παρόμοιο σε μία από τις ταινίες που μου είχε βάλει εκείνος. Μου είχε βάλει κάτι ταινίες να βλέπω και από κει έμαθα ό,τι ήξερα για τον έξω κόσμο. Αλλά αυτό που έβλεπα δεν είχε καμία σχέση με τις ταινίες που είχα δει. Αυτό που έβλεπα ήταν ένας παράδεισος. Το δωμάτιο που μεγάλωσα ήταν μία κόλαση. Αυτό ήταν ο παράδεισος. Έκλεισα τα μάτια μου και άκουσα τους ήχους. Ανθρώπους, ανθρώπους όχι όπως εκείνος, ανθρώπους όπως ο άντρας. Καλοί άνθρωποι. Ένα χέρι στον ώμο μου με ξύπνησε από τις σκέψεις μου. Όχι άγγιγμα σαν εκείνου, βίαιο. Αυτό ήταν απαλό, στοργικό. Κατάλαβα ότι ήταν ο άντρας, πριν καν ακούσω τη φωνή του. «Βλέπω ξυπνάς νωρίς. Μάλιστα. Θα το δούμε και αυτό. Για να δω τι θυμάσαι. Θυμάσαι τα φωνήεντα;» Τα θυμόμουν. Και τα είπα φωναχτά. «Τέλεια» είπε. «Σήμερα θα μάθεις να τα γράφεις και θα μάθεις και τα σύμφωνα». Γραφή! Θα μάθαινα να γράφω! Και να διαβάζω! Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που χαμογέλασα. Είχα τόσο καιρό να χαμογελάσω έτσι. Με εκείνον δεν χαμογελούσα ποτέ. Πάντα στενοχωριόμουν. Αλλά με αυτόν χαμογέλασα. Με πήρε μέσα και μου έβαλε πρωινό φρυγανιές με μαρμελάδα. Δεν είχα φάει καλύτερο πρωινό.
Όταν τελείωσα, έγραψε κάτι σύμβολα σε ένα χαρτί. Έμαθα να τα γράφω και εγώ. Έμαθα να γράφω! Ήξερα να γράφω! Αχ! Να ήταν εδώ εκείνος να του το έδειχνα! Να του έδειχνα και να έλεγα «Δες! Ξέρω να γράφω και να διαβάζω!». Μου έμαθε και τα σύμφωνα. Ήξερα να γράφω, να διαβάζω! Αν και μου είπε ότι είχα δρόμο ακόμα. Έπρεπε να μάθω δίφθογγους, ορθογραφία, να μάθω να διαβάζω βιβλία και άλλα. Το μεσημέρι ξαναφάγαμε μαζί, μακαρόνια αυτή τη φορά. Με άφησε να ξεκουραστώ λίγο και το απόγευμα με έβγαλε βόλτα στο χωριό. Μου έδειχνε κάθε τι στον δρόμο και μου έδειξε τα μαγαζιά.
Αυτή η ρουτίνα συνέχισε για αρκετό καιρό ακόμα. Το πρωί ξυπνούσα μαζί με τον άντρα -και όσο ο καιρός περνούσε, κοιμόμουν όλο και περισσότερες ώρες-, τρώγαμε με τον άντρα, μετά μου έκανε μάθημα και το μεσημέρι με σέρβιρε ξανά. Το μεσημέρι είτε βλέπαμε κάτι στην μικρή του τηλεόραση είτε διαβάζαμε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά. Κατά καιρούς παίζαμε επιτραπέζια, γνώσεων συνήθως, και έτσι έμαθα βασική γεωγραφία, φυσική και χημεία. Το απόγευμα βγαίναμε βόλτα και μου έδειχνε έναν έναν τους κατοίκους. Και ένας ένας που έβλεπα εκπλησσόταν με την ομιλία μου. Γιατί σιγά σιγά είχα αρχίσει να μιλάω. Και μέχρι να φτάσουμε στον τελευταίο κάτοικο, είχα μάθει να μιλάω, να γράφω, να διαβάζω, να ζωγραφίζω και να πιάνω κουβέντα. Έμαθα ότι κουβέντα δεν σημαίνει επικοινωνία, αλλά η επικοινωνία είναι απαραίτητη για σωστή κουβέντα. Έμαθα ότι οι κουβέντες είναι δωρεάν. Τα πάντα στη ζωή έχουν ένα αντίτιμο, αλλά οι κουβέντες είναι δωρεάν. Έμαθα ότι κουβέντες δίνεις και κουβέντες παίρνεις. Έμαθα και για τον κόσμο. Έμαθα τις πρωτεύουσες, από την Αγγλία και το Λονδίνο μέχρι την Τζαμάικα και το Κίνγκστον. Έμαθα ότι στον κόσμο δεν είναι όλα εύκολα όπως στην πόλη της Νιρεμβέργης στη Γερμανία που βρισκόμουν. Έμαθα ότι σε κάποιες πόλεις γίνονται πόλεμοι. Και εκεί η ζωή είναι πολύ δύσκολη. Έμαθα για τη διαφορετικότητα των ανθρώπων μεταξύ τους. Ότι έχουμε ομοιότητες και διαφορές και κανείς δεν πρέπει να το υποτιμά αυτό. Έμαθα για τους κανόνες ηθικής. Ότι πρέπει πάντα να λέμε ευχαριστώ και παρακαλώ. Ότι πρέπει πάντα να αποδεχόμαστε τις άλλες οπτικές για τη ζωή. Τέλος, έμαθα για την έκφραση. Ότι κάθε άτομο έχει τον δικό του τρόπο έκφρασης. Άλλοι έχουν τη μουσική, άλλοι τη ζωγραφική, τον χορό, το τραγούδι, τη μαγειρική, τη συγγραφή.
Εμένα φάνηκε να με εμπνέει η ζωγραφική. Κάθε φορά που είχα ελεύθερο χρόνο ξεκινινούσα να ζωγραφίζω. Ζωγράφιζα τοπία, πρόσωπα, ζώα ή και αφηρημένα. Ο άντρας με έλεγε συνέχεια προικισμένο και περηφανευόταν. Χαιρόμουν που με έλεγε προικισμένο, μου είχε πει ότι είναι καλό. Για να ήταν καλό, πάει να πει ότι ακόμα με αγαπούσε. Και ακόμα αναρωτιόμουν. Μα γιατί με δέχτηκε; Γιατί προσφέθηκε έτσι απλά να με πάρει σπίτι του; Ένα παιδί είναι σίγουρο ότι θέλει πολλή φροντίδα. Μια μέρα πράγματι τον ρώτησα. Και αυτό που μου απάντησε είναι η πιο καλοσυνάτη κουβέντα που είχα ακούσει. «Σε πήρα Ούνμπεκαντ, γιατί σε λυπήθηκα. Πάντα ήθελα δικά μου παιδιά, αλλά δεν έτυχε να αποκτήσω. Όταν ήρθες και σε βρήκαν, ένιωσα πως ήταν η ευκαιρία μου. Σε υιοθέτησα και δεν το έχω μετανιώσει. Και δεν πρόκειται να το μετανιώσω ποτέ. Σε έχω σαν γιο μου, Ούνμπεκαντ. Και αν είχα πράγματι γιο, θα ήθελα να είναι σαν κι εσένα».
Όσο περνούσε ο καιρός, ξυπνούσα τα πρωινά και γινόμουν όλο και πιο χλωμός. Ένιωθα όλο και πιο αδύναμος. Αλλά πάντα προσπαθούσα να το κρύψω από τον άντρα. Δεν ήθελα να τον στενοχωρώ. Μία μέρα ξύπνησα και ένιωσα ζαλάδα. Ο άντρας μου είχε πει ότι ο καθαρός αέρας βοηθάει σε όλες τις αρρώστιες, έτσι εκείνη τη μέρα τον καλημέρισα και του ζήτησα να βγω μια βόλτα μόνος μου. Δέχτηκε και ξεκίνησα μετά το πρωινό. Έφυγα και ξεκίνησα να περπατάω. Έφερα στο μυαλό μου τους δύο άντρες. Εκείνον, τον κακό, και αυτόν, τον καλό. Και συνειδητοποίησα ότι πλέον δεν τον φοβόμουν. Δεν τον φοβόμουν εκείνον, εκείνον τον κακό. Κάποτε τον σκεφτόμουν και πάγωνε το αίμα μου. Τώρα τον σκεφτόμουν και δεν φοβόμουν. Χαμογέλασα. Και τότε όλα μαύρισαν. Ζαλιζόμουν, δεν έβλεπα τίποτα και έπεσα στο έδαφος. «Ούνμπεκαντ!» ήταν το τελευταίο που άκουσα. Τα λόγια του άντρα, «σε έχω σαν γιο μου», ήταν το τελευταίο που σκέφτηκα. Και τότε όλα άσπρισαν.
Φιλία
Η αλήθεια είναι πως επιθυμώ
να σας αποκαλύψω με ένα ύφος ποιητικό
την ιδιότητα, που επουλώνει σαν γιατρικό
τον κόσμο τον συναισθηματικό.
Μία ιστορία θα σας διηγηθώ
από έναν τόπο μακρινό, ιδεατό.
Ένα κορίτσι καθόλου προκλητικό
ζούσε εκεί, ήταν όμορφο σαν αερικό.
Τ’ όνομά της πολύ ελκυστικό
μικροί και μεγάλοι παίζουν κυνηγητό
θέλουν να πιάσουν το ιδανικό
μ’ ένα σκεπτικό μοναδικό, ειρηνικό!
Μερικοί τυχεροί, χωρίς εγωισμό
αποζητούν κάτι το αδελφικό.
Άλλοι όμως, με τρόπο θεατρικό
της προκαλούν οδυνηρό στραγγαλισμό.
Είναι ότι πιο αυθεντικό
σαν σπάνιο κειμήλιο συλλεκτικό,
ελκυστικό, εκρηκτικό αλλά και ερημικό
ΦΙΛΙΑ το κορίτσι το Λυτρωτικό!
Κανείς δε νοιάζεται
Σου έχει συμβεί ποτέ κάτι τόσο ντροπιαστικό
που πιστεύεις πως όλοι θα σε κρίνουν,
θα σε κοροϊδέψουν
και θα γελάσουν μαζί σου;
Σου έχει συμβεί ποτέ κάτι τόσο χαρούμενο
που τρέχεις να το πεις σε όλους τους φίλους σου;
Ας σε πληροφορήσω λοιπόν
πως κανείς δε νοιάζεται για σένα
Κανείς δε νοιάζεται αν γελάς ή κλαις
κι αν οι μέρες σου είναι μίζερες ή διασκεδαστικές
Αν πήρες καλό βαθμό στο σχολείο
ή τελικά υποφέρεις από το κρύο
Κανείς δε νοιάζεται αν έχεις σπίτι μεγάλο και ονειρικό
ή αν είσαι άστεγος χωρίς προορισμό
Κανείς δε νοιάζεται αν έχεις οικογένεια μεγάλη
και παρέα ωραία ή αν είσαι μόνη μητέρα
που δύσκολα τα βγάζει πέρα
Μόνο εσύ νοιάζεσαι για εσένα
Μόνο εσύ μπορεί να κάνεις τον κόσμο σου καλύτερο
και τις μέρες σου φωτεινές
Αγάπα και αγκάλιασε τον εαυτό σου
γιατί κανείς δεν σκοπεύει
να το κάνει για σένα!
Η ξενιτιά
Οι αναμνήσεις σου θα δούνε
τον τόπο που έγινες παιδί
ξενιτεμένος πια δεν θα’σαι
αφού η πατρίδα ειν΄ κοντινή.
Η μυρωδιά των λουλουδιών
μες απ΄ τα ρουθούνια θα περάσει
και σκιές θα θυμηθείς
που είχες ζήσει σαν παιδί.
Θα σε γυρίσω γύρω γύρω
τα στενά να θυμηθείς
που είχες τόσο λησμονήσει
απ΄ του αγέρα την ορμή.
Ένα καράβι είχε σαλπάρει
μες στη νύχτα στη βροχή
και ένα δάκρυ είχε κυλίσει
απ΄ τον φόβο τον πολύ.
Τώρα όμως είσαι εδώ
με εμένα σύντροφο
σε καινούριο σπιτικό
στη μητρόπολη που ζω.
κάντε κλικ εδώ για να δείτε φωτογραφίες