Οι παρακάτω μαθητές μας βραβεύθηκαν στον 5ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό που προκηρύχθηκε από τους Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού. Η τελετή απονομής θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δημαρχείου της Λεμεσού στις 22 Σεπτεμβρίου 2023.
Μπούκης Χρήστος: αριστείο ποίησης μαθητών Γυμνασίου – Λυκείου για το ποίημά του «Εμπειρία στη θάλασσα».
Παξιμαδάκη Αικατερίνη: 2ο βραβείο ποίησης μαθητών Γυμνασίου – Λυκείου για το ποίημά της «Δύση το όνειρο».
Νικολαΐδης Γεώργιος Άρης: 2ο βραβείο ποίησης Μαθητών Γυμνασίου – Λυκείου για το ποίημά του «Μεταμεσονύχτιες σκέψεις».
Στασινόπουλος Παναγιώτης: 3ο βραβείο ποίησης μαθητών Γυμνασίου – Λυκείου για το ποίημά του «Πασκάλ».
Βελδέκη Πολυξένη Χρυσούλα: 3ο βραβείο ποίησης μαθητών Γυμνασίου – Λυκείου για το ποίημά της «Φόβος».
Σεροπιάν Αλίν: 3ο βραβείο ποίησης μαθητών Γυμνασίου – Λυκείου για το ποίημά της «Μην κλαις».
Κουσκουμβεκάκη Αναστασία: αριστείο διηγήματος μαθητών Γυμνασίου – Λυκείου για το διήγημά της «Η καρφίτσα».
Μαρτσούκου Αλεξία Αθηνά: έπαινος διηγήματος μαθητών Γυμνασίου – Λυκείου για το διήγημά της «Μία χριστουγεννιάτικη ιστορία».
Τα βραβευμένα έργα των μαθητών μας:
Μπούκης Χρήστος
Εμπερία στη θάλασσα
Άκουσα μια λέξη να φωνάζει βοήθεια.
Την άφησα να βουλιάζει
στην άνυδρη άμμο.
Σύμφωνα και φωνήεντα αλαλάζουν
τώρα στη σιωπή,
όχι για τα πλοία που έφυγαν,
τα σχέδια που ναυάγησαν,
μα για τα πρόσωπα που απέπλευσαν
στα ορμητικά νερά της σκέψης.
Μονάχος πια, επί ματαίω, αποζητώ την αιωνιότητα-
αντίδοτο στην λήθη.
Είμαι βλέπετε το τεθλιμμένο άρπισμα του χρόνου.
Παξιμαδάκη Αικατερίνη
Δύση το όνειρο
Στον δρόμο προς τη δύση
γεννήθηκε η ελπίδα
ανδρώθηκε το σθένος
χαμογέλασε η καρδιά
ονειρεύτηκα τον ούριο άνεμο.
Στον δρόμο προς τη δύση
άφησα πίσω τη φρίκη του πολέμου
ξέφυγα από τον ζυγό του άνδρα
μίλησα με το σύννεφο της ελευθερίας
κράτησα με σιγουριά στα χέρια μου το παιδί μου.
Στον δρόμο προς τη δύση
το σύννεφο πύκνωσε και έγινε μαύρο
χάθηκε ο αστερισμός του ζυγού
βρέθηκα σε μάχη με τα κύματα
ο άνεμος έγινε κυκλώνας
και με έβαλε στο μάτι του
η καρδιά του βρέφους στον κόρφο μου έσβησε
το σθένος μου λύγισε
η ελπίδα ναυάγησε.
Στον δρόμο προς τη δύση….
Ω άνθρωπε!
Νικολαΐδης Γεώργιος Άρης
Μεταμεσονύχτιες Σκέψεις
Το φως της μέρας έφυγε
Η νύχτα άπλωσε το πέπλο της ξανά
Κι εγώ, στο μπαλκόνι καθισμένος
Μόνος έμεινα για ακόμα μια φορά.
Καθώς ψηλά κοιτάζω
Το μωσαϊκό των αστεριών
Το μυαλό γεμίζει σκέψεις
Τις απορίες μου φανερώνω στο κενό.
Πες μου Σύμπαν, ή Θεέ
Ή ό,τι βρίσκεσαι εκεί έξω
Από που ήρθαν όσα ξέρουμε;
Και που θα καταλήξουν;
Όταν κλείνουμε τα μάτια
Και δεν τα ξανανοίγουμε ποτέ
Υπάρχει κάτι ακόμα;
Ή μόνο το αδιαπέραστο κενό της αιωνιότητας;
Και αν ό,τι ξέρουμε και αγγίζουμε
Δεν είναι παρά μονάδες και μηδενικά;
Και η ελεύθερη μας βούληση που τόσο αγαπάμε
Είναι απλά το προϊόν μιας συσκευής;
Και στο σύμπαν, τόσο απέραντο
Είμαστε αλήθεια μόνοι;
Είναι η ζωή μας κάτι
Ή παρά μόνο ένα λάθος της φύσης και της φυσικής;
Κλείνοντας το στόμα μου
Βγαίνω από αυτόν τον εφιάλτη
Μα οι σκέψεις και οι φόβοι
Γυρνούν ακόμη στο μυαλό μου σαν στοιχειά…
Στασινόπουλος Παναγιώτης
Πασκάλ
Πίεση συνεχής, πίεση μέχρι που σταματάει
Τίποτα μέχρι που σταματάει
Μια ιδέα και ξαναρχίζει
Τίποτα μέχρι που σταματάει
Μια ιδέα πλανιέται στον αέρα
Και μετά τίποτα
Ένα αίσθημα ενθουσιασμού, ανυπομονησίας
Ένα απερίγραπτο συναίσθημα
Που σε κάνει να νιώθεις σαν να πετάς
Σαν να είσαι το μόνο πράγμα
Σε έναν κόσμο γεμάτο με τίποτα
Και τότε το ακούς
Έναν ήχο που έρχεται από το πουθενά
Και θρυματίζει την πραγματικότητα
Όπως την ήξερες
Και τότε καταλαβαίνεις πως το τζάμι
Μέσα από το οποίο έβλεπες τα πάντα
Ήταν θολό
Τότε το σώμα σου σε εγκαταλείπει
Και η φυσική σου υπόσταση φαντάζει ασήμαντη
Σαν να αναλήφθηκες στους ουρανούς
Και να μην τη χρειάζεσαι πια
Μετά χάος χάος και αναρχία
Μέχρι που τελειώνει και η πραγματικότητα
Με τον πιο βάναυσο και βασανιστικό τρόπο επιστρέφει
Και μετά τίποτα τίποτα
Και πίεση, συνεχής πίεση αλλά δε σταματάει…
Βελδέκη Πολυξένη
Φόβος
Φόβος εστί η κραυγή της ησυχίας
Φόβος εστί η επανάληψη των σκέψεων
Φόβος εστί η κατάρα της σκοτεινής εφηβείας
Φόβος εστί η ένταση των ακουστικών
Φόβος εστί το βλέμμα της αποχώρησης
Φόβος εστί η μοναξιά της εγκατάλειψης
Φόβος εστί ο θόρυβος της σιωπής
Φόβος εστί το μαύρο της φυλακισμένης ψυχής
Φόβος εστί το σβήσιμο των αστεριών
Φόβος εστί ο τερματισμός των ονείρων
Φόβος εστί η ψυχική αδιέξοδος
Φόβος εστί η απουσία της ειρήνης
Φόβος εστί το άτυπο μέλλον
Φόβος εστί η τελευταία μέρα στη γη
Φόβος εστί το απρόσμενο αύριο
Φόβος εστί το μονοπάτι της καταχνιάς
Φόβος εστί η μάσκα του χαμόγελου
Φόβος εστί το κρυφτό της ευαισθησίας
Φόβος εστί η φωνή του εκφοβισμού
Φόβος εστί το τέλος του ρομαντισμού
Φόβος εστί ο εθισμός των φαρμάκων
Φόβος εστί η σιγουριά της ανασφάλειας
Φόβος εστί ο προσανατολισμός του έρωτα
Φόβος εστί η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού
Ο φόβος ελέγχει τη ζωή σου
Ζει μέσα σου
Δημιουργείται από ερεθίσματα
Καταστρέφεται με τη δύναμη
της προσωπικότητάς σου.
Σεροπιάν Αλίν
Μην κλαις
Όταν ακούς άσχημα λόγια
Να σου ραγίζουν την καρδιά
Μην κλαις!
Όταν σε χτυπούν ασταμάτητα
Γιατί δεν έκανες κάτι σωστά
Μην κλαις!
Όταν νιώθεις μάτια να σε κοιτούν
Και να σε κρίνουν
Μην κλαις!
Όταν έχεις προσπαθήσει να πέτυχεις
Και σου λένε «κι άλλο, περισσότερο»
Μην κλαις!
Και όταν ο ήλιος βασιλέψει
Και είσαι κλεισμένος στο δωμάτιό σου
Άσε τα δάκρυα να κυλήσουν
Κανείς δεν θα σε κρίνει!
Κουσκουμβεκάκη Αναστασία
Η καρφίτσα
Με μεγάλη απροθυμία άνοιξα ελαφρώς τα βλέφαρά μου, καθώς οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν το διπλό τζάμι και έκαναν τη ζέστη στο δωμάτιο ακόμα πιο έντονη – μου ήταν σχεδόν δύσκολο να αναπνεύσω. Χρησιμοποιώντας όσες δυνάμεις μού είχαν απομείνει, ανασηκώθηκα στο κρεβάτι μου και σηκώθηκα όρθια. Τα πόδια μου ήταν αδύναμα – όπως και το υπόλοιπο κορμί μου – και ένιωθα εξαντλημένη, παρόλο που είχα εξασφαλίσει αρκετές ώρες ύπνο. Αυτό δεν ήταν κάτι καινούριο βέβαια. Τους τελευταίους μήνες η ξεκούραση δεν ήταν ποτέ αρκετή, αλλά ο γιατρός είχε πει πως ήταν φυσιολογικό. Αναρωτιόμουν πότε θα ερχόταν εκείνη η μέρα που οι δυνάμεις μου δεν θα επαρκούσαν ούτε για να σηκωθώ από το κρεβάτι και εν τέλει θα έκλεινα τα μάτια μου και θα κοιμόμουν τον πιο ήρεμο και γαλήνιο ύπνο. Φυσικά, δεν μπορούσα να το γνωρίζω αυτό, όμως αυτή η μέρα σίγουρα δεν ήταν σήμερα.
Έβγαλα τη νυχτικιά μου και αφού άλλαξα σε καθαρά, φρεσκοσιδερωμένα ρούχα, στερέωσα με μεγάλη προσοχή τη μαργαριταρένια μου καρφίτσα περίπου στο ύψος του στήθους μου. Τα ζαρωμένα μου χέρια έτρεμαν κάθε φορά που έρχονταν σε επαφή με το οτιδήποτε και πλέον ήταν επικίνδυνο να χειρίζομαι αιχμηρά αντικείμενα, όμως μου ήταν αδύνατο να φύγω από το σπίτι χωρίς αυτή. Δεν είχα βγει ποτέ έξω χωρίς την καρφίτσα μου και δεν σκόπευα να το κάνω τώρα.
Κατέβηκα αργά τις σκάλες – ένα σκαλοπάτι τη φορά – και αποφάσισα πως δεν είχα χρόνο για να πάρω πρωινό, οπότε βγήκα κατευθείαν στον δρόμο. Αν και πρωί, ο ουρανός ήταν σκοτεινός, καθώς ένα μεγάλο μέρος του καλυπτόταν από σύννεφα. Στους δρόμους έβλεπες ελάχιστο κόσμο να κυκλοφορεί. Όλοι έτρεχαν να βρουν καταφύγιο, πριν αρχίσει η κακοκαιρία.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τους κατάλαβα τους ανθρώπους… Αντίθετα με τους υπόλοιπους, έβρισκα κάτι το συναρπαστικό στη βροχή. Ίσως ήταν αυτή η μυρωδιά που έμοιαζε σαν το έδαφος να προσπαθούσε να αναγεννηθεί. Ή ίσως ήταν το γεγονός πως η μελαγχολία της έμοιαζε με τη μελαγχολία που αισθανόμουν μέσα μου. Σαν να μπορούσα να ταυτιστώ κατά κάποιον τρόπο μαζί της.
Οι αρθρώσεις μου – γεμάτες αλάτι – έκαναν την κίνησή μου ακόμη πιο δύσκολη, όμως αυτό δεν με πτοούσε. Ίσα ίσα με πείσμωνε να συνεχίσω και να φέρω εις πέρας την αποστολή μου.
Όταν έφτασα στην πλατεία Συντάγματος, αμέσως εντόπισα το συνηθισμένο μου σημείο και κατευθύνθηκα προς αυτό. Ύστερα στηρίζοντας το βάρος μου στο μπαστούνι μου, κάθισα στο παγκάκι μου, έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα.
Αν και οι ήχοι γύρω μου ήταν δεκάδες διαφορετικοί, η ακοή μου ήταν επικεντρωμένη στον ήχο του νερού του σιντριβανιού. Δεν υπήρχε τίποτα πιο αρμονικό, κατά την άποψή μου, από το τρεχούμενο νερό.
– «Καλημέρα κυρία Δάφνη!» Άνοιξα τα μάτια μου για να αντικρίσω τον κουλουρά να μου χαμογελάει με ένα πλατύ χαμόγελο.
– «Καλημέρα!» του χαμογέλασα ευγενικά.
– «Οι ειδήσεις είπαν πως έρχεται μεγάλη καταιγίδα. Δεν νομίζετε πως θα ήταν καλύτερο να γυρίσετε στο σπίτι σας;» Στο βλέμμα του ήταν ζωγραφισμένη η ανησυχία, όμως ήξερε πολύ καλά πως μάταια προσπαθούσε να με μεταπείσει.
– «Έχω ένα περίεργο προαίσθημα σήμερα… Ίσως είναι η μέρα…» είπα με ενθουσιασμό.
– «Πραγματικά ακόμη πιστεύετε πως θα εμφανιστεί μετά από τόσα χρόνια;»
Πρέπει να εμφανιστεί! Μου το υποσχέθηκε! Δεν γίνεται να το έχει ξεχάσει! Δεν γίνεται να με έχει ξεχάσει! Εγώ δεν τον ξέχασα…ποτέ δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό, ακόμα και αν περνούσαν εκατό χρόνια.
«Αυτό που πιστεύω είναι πως αξίζει να ελπίζω.»
«Όπως θέλετε.» είπε και απομακρύνθηκε.
Η ελπίδα ήταν το μόνο που μου είχε απομείνει από αυτόν. Το μόνο πράγμα που με συντηρούσε εδώ και σχεδόν ογδόντα χρόνια. Κάποιοι θα έλεγαν πως δεν είναι σωστό να μένεις προσκολλημένος στο παρελθόν – πως πρέπει να προχωράς στη ζωή σου κοιτώντας μπροστά. Όμως δεν μπορούσα να τα παρατήσω. Σήμαινε τόσα πολλά για μένα…
Θυμόμουν την πρώτη φορά που τον είδα. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα, 12 Απριλίου του 1943. Δεκαέξι χρονών κοριτσάκι τότε, κοιμόμουν στο δωμάτιο μου, όταν μια έντονη οσμή καπνού με ξύπνησε. Ανοίγοντας απότομα τα μάτια μου, αντίκρισα όλο το δωμάτιο να βρίσκεται στις φλόγες. Χωρίς να χάσω ούτε λεπτό, πετάχτηκα όρθια και βγήκα από την πόρτα, προτού να τυλιχθεί και αυτή στις φλόγες. Φώναξα για βοήθεια, όμως δεν πήρα απάντηση. Δεν είχα ιδέα πού βρίσκονταν οι γονείς και τα αδέλφια μου – τα δωμάτια τους ήταν άδεια και είχαν ήδη γίνει στάχτη. Ήμουν εντελώς μόνη μου – μια θνητή ανάμεσα σε θηρία. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου και τα πνευμόνια μου δεν έπαιρναν αρκετό αέρα. Ύστερα οι αναμνήσεις μου είναι θολές. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε και πώς, όμως ξαφνικά δύο γυμνασμένα χέρια με κουβαλούσαν μακριά από το πύρινο τοπίο. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να ξυπνάω την επόμενη μέρα σε ένα δωμάτιο που δεν αναγνώριζα και μόνο όταν ανέκτησα πλήρως τις αισθήσεις μου, συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Ένας Γερμανός στρατιώτης με είχε σώσει.
Ανατρίχιασα φέρνοντας στο μυαλό μου μια τόσο παλιά ανάμνηση. Και το πιο περίεργο είναι πως ποτέ μου δεν κατάλαβα το γιατί με έσωσε. Ήμουν Ελληνίδα – ο εχθρός του – κι όμως δεν δίστασε να διακινδυνέψει τη ζωή του για κάποια που δεν γνώριζε καθόλου.
Σαν χθες μου φαινόταν που τον είδα τελευταία φορά. 12 Οκτωβρίου του 1944. Ημέρα χαράς – η ημέρα που περίμενε τόσο καιρό ο ελληνικός λαός. Η ημέρα της απελευθέρωσης. Τα γερμανικά στρατεύματα επιτέλους αποσύρονταν από την Αθήνα. Βρισκόμουν στην πλατεία Συντάγματος – ακριβώς στο ίδιο σημείο που βρίσκομαι και τώρα – με όλους τους υπόλοιπους, όταν με πλησίασε. Δεν είπε τίποτα – δεν είχαμε αρκετό χρόνο – παρά ακούμπησε ένα μικρό κουτί στο χέρι μου και χάθηκε στο πλήθος πριν προλάβω να αντιδράσω. Ήταν μια μαργαριταρένια καρφίτσα μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε: “Θα επιστρέψω για σένα.” Και αυτή ήταν η τελευταία φορά που άκουσα κάτι από αυτόν. Τα χρόνια πέρασαν και κανένα γράμμα δεν ήρθε – ούτε και εκείνος φυσικά. Ποτέ όμως δεν σταμάτησα να πιστεύω. Κάποια στιγμή μάλιστα ταξίδεψα στη Γερμανία με την ελπίδα να τον βρω. Ήμουν τόσο αφελής τότε που δεν κατανοούσα πόσο μεγάλος ήταν ο κόσμος και πόσο μικρή και ασήμαντη ήμουν εγώ.
Με το χέρι μου να τρέμει σκούπισα ένα δάκρυ που είχε καταφέρει να δραπετεύσει και κυλούσε στο μάγουλό μου, όταν συνειδητοποίησα πως πλέον δεν βρισκόμουν μόνη. Γύρισα απότομα το κεφάλι μου και αντίκρισα δυο καταγάλανα μάτια, σαν λίμνες, να με κοιτούν χαμογελώντας αχνά. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα μπροστά μου. Ονειρευόμουν! Έπρεπε να ονειρεύομαι κι όμως ο πόνος στο κορμί μου μού υπενθύμιζε πως ήμουν ξύπνια.
Καθόταν δίπλα μου σιωπηλός – το πρόσωπό του ζαρωμένο και ταλαιπωρημένο, το δέρμα του χλωμό και θαμπό – και με κοιτούσε μέσα στα μάτια σαν να τα χρησιμοποιούσε ως παράθυρα προς την ψυχή μου. Εκείνος δεν ήξερε ελληνικά. Εγώ δεν ήξερα γερμανικά. Κι όμως αυτό δεν αποτελούσε εμπόδιο, καθώς όπως και τότε δεν χρειαζόταν να μιλήσουμε – τα βλέμματά μας μιλούσαν από μόνα τους.
Άπλωσε το δεξί του χέρι και έπιασε τη μαργαριταρένια καρφίτσα στο στήθος μου. Δεν μπορούσα παρά να χαμογελάσω συγκινημένη προσπαθώντας όμως να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ήθελα να του πω πως τον περίμενα. Πως δεν τον ξέχασα και πως θα ήμουν για πάντα ευγνώμων για όσα είχε κάνει για μένα. Όλα όσα δεν πρόλαβα να του πω εκείνη τη μέρα και κρατούσα μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια. Αν και ήμουν σίγουρη πως τα καταλάβαινε όλα απλώς κοιτώντας μέσα στα καστανά μάτια μου. Άπλωσα το χέρι μου για να πιάσω το δικό του που κρεμόταν δίπλα του και έγειρα το κεφάλι μου στον ώμο του.
Είχε κρατήσει την υπόσχεσή του. Μετά από τόσα χρόνια είχε επιστρέψει για μένα. Όλο αυτό τον καιρό δεν ήλπιζα μάταια, γιατί κάπου στις σκέψεις του βρισκόμουν και εγώ. Δεν χρειαζόταν να περιμένω άλλο. Πλέον μπορούσα να ξεκουραστώ. Οπότε καθώς είχα γύρει πάνω του, έκλεισα τα μάτια μου χαμογελώντας και αποκοιμήθηκα.
Και ήταν ο πιο γαλήνιος και ξεκούραστος ύπνος που είχα κοιμηθεί ποτέ μου…
Μαρτσούκου Αλεξία
Μία χριστουγεννιάτικη ιστορία
Έχω ακούσει ότι κάποια από τα μεγαλύτερα ερωτήματα είναι το αν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης και το πνεύμα των Χριστουγέννων. Το όνομά μου είναι Αλίνα και θα αφηγηθώ την απάντησή μου σε αυτά τα ερωτήματα.
Ήταν εκείνη την ημέρα, πριν από τρία χρόνια. Περπατούσαμε στο κέντρο της Αθήνας με την κολλητή μου, τη Μυρτώ, ενώ το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα γύρω μας. Ήξερα ότι η φίλη μου μού μιλούσε για κάτι, αλλά δεν άκουγα τι ήταν. «Φίλιππε, πού είσαι; Η φωνή μου ακουγόταν στο μυαλό μου και μαζί παιδικές φωνές, ξαφνικά ήχοι αυτοκινήτου και μετά επαναλαμβανόταν το ίδιο σκηνικό. Ένιωσα κάποιον να με ταρακουνάει και συνήλθα. Είδα μπροστά μου τη Μυρτώ να με κοιτάζει απορημένη. «Λοιπόν; Τι λες;». Δεν είχα ιδέα τι εννοούσε και ανασήκωσα τους ώμους μου. Αναστέναξε. «Πάλι τον Φίλιππο σκεφτόσουν;» Έσκυψα το κεφάλι και με δυσκολία πρόφερα λίγες λέξεις. «Πάνε μόλις δύο χρόνια». Ο Φίλιππος ήταν ο κολλητός μου, είχαμε μεγαλώσει σχεδόν μαζί. Την ίδια γιορτινή εποχή και ενώ διασχίζαμε τον δρόμο με τα Χριστουγεννιάτικα δώρα, ένα αμάξι έστριψε απότομα στον χιονισμένο δρόμο. Θυμάμαι κάθε λεπτό. Το τρίξιμο στην άσφαλτο, τα φώτα να με τυφλώνουν, τον ίδιο να με σπρώχνει και να πέφτω στο έδαφος. Κατάφερα να ακούσω τα τελευταία λόγια που μου είπε. «Να προσέχεις μικρή, σ’ αγαπώ. Καλά Χριστούγεννα!» Είδα τα μάτια του να κλείνουν, ενώ ο οδηγός καλούσε ασθενοφόρο. Μέχρι να έρθει, ήταν ήδη αργά.
«Αλίνα, ξέχασέ το επιτέλους! Δεν θα σε αφήσει ήσυχη, αν συνεχίζεις να το ανακαλείς στη μνήμη σου», μου φώναξε. «Δεν θέλω να το ανακαλώ Μυρτώ, αλλά δεν μπορώ και να το ξεχάσω!» απάντησα εγώ. Με τη Μυρτώ πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο, και ήταν ό,τι πιο κοντινό είχα σε φίλη μετά το συμβάν. Μου είχε σταθεί πολύ. «Τέλος πάντων, τι έλεγες;» προσπάθησα να αλλάξω το θέμα. «Έλεγα, αν θες, να περάσουμε μαζί τις γιορτές, σπίτι σου ή σπίτι μου». «Σπίτι μου αποκλείεται» είπα αμέσως και της ανέφερα ό,τι μου είχαν πει οι γονείς μου πριν λίγες μέρες. Οι δικοί μου δούλευαν συνέχεια, και όταν δεν δούλευαν, τσακώνονταν. Ήταν ένα βήμα πριν χωρίσουν, οπότε μου είχαν προτείνει κι εκείνοι να περάσω τις γιορτές με κάποια φίλη μου. Δεν είχα σκοπό να μείνω μαζί τους έτσι κι αλλιώς. Αλλά και στο σπίτι της Μυρτούς τα πράγματα δεν ήταν διαφορετικά. Ο μικρός της αδερφός ήταν τόσο ενοχλητικός που απορώ πώς έβρισκε χρόνο να διασκεδάσει η Μυρτώ με την ησυχία της. Έτσι πρότεινα κάτι διαφορετικό. «Τι λες να περάσουμε τις γιορτές στο σπίτι της γιαγιάς μου;». Δεν είχα γνωρίσει ποτέ τη γιαγιά μου, είχα ακούσει ότι λάτρευε τα Χριστούγεννα. Ο παππούς μου είχε και αυτός πεθάνει λίγο μετά τη γιαγιά μου. Το σπίτι βρισκόταν στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Συμφώνησε και κανονίσαμε να φύγουμε την επόμενη εβδομάδα.
Ήξερα ότι θα περνούσα δύσκολες γιορτές με τη Μυρτώ, αφού θα ήθελε να στολίσουμε δέντρο, σπίτι. Όμως εγώ είχα να γιορτάσω τα Χριστούγεννα από τότε που… έγινε ό,τι έγινε. Το επόμενο πρωί, μου έστειλε μήνυμα για τα πράγματα που ήθελε να φέρω. Πολύ λίγα, τα υπόλοιπα θα τα προμηθευόμασταν από εκεί. Λαμπάκια, δυο-τρία στολίδια και μερικά άλλα.
Τη Δευτέρα, χαιρέτησα τους γονείς μου και η φίλη μου με περίμενε με το αμάξι της. Πήρε τη βαλίτσα από τα χέρια μου και την πέταξε με άνεση μέσα, ενώ εγώ με το ζόρι την είχα σηκώσει από το πάτωμα, όταν τη γέμισα. Στη διαδρομή έπαιζε συνεχώς χριστουγεννιάτικα τραγούδια και μου έλεγε τι θα κάνουμε. Θα φτιάχναμε μπισκότα, θα στολίζαμε σπίτι και δέντρο, μέχρι και για κάλαντα είχε μιλήσει. Όταν φτάσαμε, βρήκαμε το σπίτι όπως το είχα αφήσει πριν από έναν χρόνο, όταν είχαμε πάει εκεί διακοπές. Κάποιοι τοίχοι μόνο είχαν φαγωθεί λίγο από τον καιρό, αλλά η Μυρτώ είπε ότι δεν θα φαινόταν με τη διακόσμηση. «Ηρέμησε, βρε Μυρτώ, μην το κάψουμε το σπίτι», της είπα. «Αν το κάψουμε, θα το κάψουμε όμορφο τουλάχιστον», απάντησε και έφυγε χαμογελώντας προς το σπίτι.
Όταν μπήκαμε μέσα, το σπίτι έδειχνε γυμνό από τα πάντα. Από τα χρώματα, τη ζωή, το συναίσθημα. Αυτό με έκανε να θέλω να το στολίσω και εγώ, λίγο βέβαια! «Λοιπόν, πηγαίνω στον πάνω όροφο τις βαλίτσες και εσύ ξεκίνα να καθαρίζεις το σπίτι, το χρειάζεται νομίζω». Συμφώνησα, και άρχισα να ξεσκονίζω τις κορνίζες, τα έπιπλα και τα βιβλία. Καθώς τελείωνα, ξαφνικά ένιωσα μία ζαλάδα. Κρατήθηκα από τη βιβλιοθήκη δίπλα μου, η φωνή του φίλου μου επανήλθε στο κεφάλι μου. Οι ήχοι του αμαξιού, το σπρώξιμο στην πλάτη μου, τα λόγια του, τα φωτάκια να αστράφτουν γύρω μου και οι κραυγές των περαστικών. Όταν συνήλθα, ήμουν στο πάτωμα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχα πέσει και όταν με έριξε ο Φίλιππος. Και τότε συνειδητοποίησα ότι όντως κάποιος με είχε σπρώξει στην πλάτη και άφησα μία κραυγή να φύγει από τα χείλη μου. Σήκωσα τα μάτια μου και είδα στη σκάλα τη μορφή του. «Φίλιππε;» Ψιθύρισα. Η μορφή κατέβηκε το πλατύσκαλο και με σήκωσε. Τότε κατάλαβα ότι ήταν τελικά η Μυρτώ που είχε ακούσει την κραυγή μου και είχε ανησυχήσει.
Ήμουν τόσο σίγουρη ότι είχα δει τον φίλο μου, αλλά έβλεπα τη φίλη μου μπροστά στα μάτια μου, να μου πιάνει τα χέρια. «Είσαι καλά; Σε άκουσα και ανησύχησα». Ήμουν σίγουρη ότι αν της έλεγα τι είχε προηγηθεί, θα με περνούσε για τρελή, εδώ εγώ νόμιζα πως ήμουν. «Όχι, καλά είμαι, απλά γλίστρησα και χτύπησα λίγο». Πήγαμε στην κουζίνα και έβαλα λίγο πάγο στο κεφάλι μου, εκεί που είχα πει στη Μυρτώ ότι χτύπησα. Σκεφτόμουν ό,τι είχε προηγηθεί και κοιτούσα το κενό. Αφού αφαίρεσα τον πάγο, τελειώσαμε το καθάρισμα μαζί και τακτοποιηθήκαμε. Συχνά πυκνά έβλεπα στις γωνίες ή στο πλατύσκαλο τον Φίλιππο ή άκουγα σειρήνες. Έβλεπα όμως τη Μυρτώ δίπλα μου και τα πάντα εξαφανίζονταν.
Ευτυχώς, το βράδυ θα κοιμόμασταν μαζί και δεν ανησυχούσα πολύ. Η φίλη μου, μού ανακοίνωσε ότι την επόμενη μέρα θα στολίζαμε. Μετά το συμβάν, δεν ήμουν και πολύ στο… πνεύμα των Χριστουγέννων. Αλλά έπρεπε να το αφήσω πίσω μου και απρόθυμα συμφώνησα. Την επομένη ήταν 25 Δεκεμβρίου. Η ημέρα του ατυχήματος. Στον ύπνο μου είδα τον Φίλιππο να με φωνάζει, τη γιαγιά μου να με αγκαλιάζει και δρόμους στολισμένους με φωτάκια και γκι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξυπνήσω απ’ τα χαράματα, πριν τη Μυρτώ και να σηκωθώ πριν από αυτή. Στον δρόμο για το μπάνιο έβλεπα ως συνήθως μορφές, άκουγα ήχους από αμάξια, και τα τελευταία του λόγια. Στον καθρέφτη, είδα το πρόσωπό μου και είχε χαθεί όλο του το χρώμα. Έβαλα λίγο μακιγιάζ και προσπάθησα να το κρύψω όσο μπορούσα.
Όταν βγήκα από το μπάνιο, είδα τον φίλο μου να με περιμένει απ’ έξω. Με κορόιδευε, γιατί άργησα τόσο, γιατί φαινόμουν έκπληκτη, γέλασε και με αγκάλιασε. Γούρλωσα τα μάτια και τα πάντα γύρω μου μαύρισαν. Μετά από λίγα λεπτά, άνοιξα τα μάτια μου και τον είδα σκυμμένο από πάνω μου να χαμογελάει. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και συνειδητοποίησα ότι από πάνω μου ήταν η Μυρτώ που με κοιτούσε ανήσυχη. Με βοήθησε να σηκωθώ και ρώτησε τι έγινε. «Σηκώθηκα και σε βρήκα καταϊδρωμένη και χλωμή! Κόντεψα να τρελαθώ!» αναφώνησε. «Όχι, όχι εντάξει είμαι. Πρέπει να μου έπεσε η πίεση ή κάτι τέτοιο» την καθησύχασα. Το μακιγιάζ είχε φύγει, και ήμουν άσπρη σαν το πανί. Κατεβήκαμε και αφού φάγαμε πρωινό, ξεκίνησε να ετοιμάζεται. Θα αγοράζαμε δέντρο, λίγα στολίδια και η ίδια είχε φέρει γιρλάντες.
Αρκετοί στο μαγαζί σταματούσαν και με ρωτούσαν αν ήμουν καλά, αλλά τους διαβεβαίωνα ότι ήμουν εντάξει και συνέχιζαν ανενόχλητοι τα ψώνια τους. To δέντρο ήταν το διπλάσιο από εμένα και τα στολίδια είχαν πιο πολύ χρυσόσκονη από όση υπάρχει στον πλανήτη. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα είχαμε σπίτι υπερπαραγωγή. Πήραμε μία σκάλα από το υπόγειο της γιαγιάς μου, στήσαμε το δέντρο και βάλαμε τα στολίδια. Για να βάλουμε το αστέρι, ανεβήκαμε στη σκάλα ταυτόχρονα, και παραλίγο να τη ρίξουμε. Το τοποθετήσαμε μαζί στο πιο ψηλό κλαδί. Παραξενεύτηκα από το γεγονός ότι όσο στολίζαμε, το χρώμα είχε επιστρέψει στο πρόσωπό μου και δεν είχα δει ούτε ακούσει τίποτα. Όσο κάναμε διάλειμμα, αφού μετά θα ψήναμε μπισκότα, η Μυρτώ με ρώτησε αν τελικά πίστευα στο «πνεύμα των Χριστουγέννων». Εγώ απλά γέλασα και της απάντησα ότι χρειαζόταν κάτι παραπάνω από αυτό για να επανέλθει η παλιά μου πίστη. Εν τω μεταξύ είχα ασπρίσει ξανά και στο μυαλό μου γύριζαν εικόνες του ατυχήματος.
Ύστερα από λίγα λεπτά, ξεκινήσαμε την προετοιμασία για τα μπισκότα. Εγώ έφτιαξα την επικάλυψη και την άφησα στο ψυγείο, ενώ πλάθαμε. Ακούσαμε Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, το δικό μου αγαπημένο ήταν το carol of thebells. Του Φίλιππου το αγαπημένο ήταν τα κάλαντα. Γελούσαμε πάντα με αυτό και εγώ τον κορόιδευα κάθε χρόνο εκείνη την περίοδο, που δεν σταματούσε να τραγουδάει. Άφησα ένα δάκρυ να πέσει στο μείγμα και χαμογέλασα αχνά. Η Μυρτώ με πήρε αγκαλιά και συνεχίσαμε τραγουδώντας και μετρώντας πόσο χρόνο θα χρειαζόταν για να σπάσουν τα τζάμια. Για άλλη μία φορά άκουγα φωνές και έβλεπα φιγούρες, αλλά όσο φτιάχναμε τα μπισκότα ήμουν καλά. Προσπαθούσα ωστόσο, να κρατήσω την ιδέα της σύμπτωσης στο μυαλό μου.
Είχε φτάσει πλέον 30 Δεκεμβρίου, το σπίτι έλαμπε και οι περαστικοί σταματούσαν για να το θαυμάσουν. Εγώ από την άλλη έμοιαζα με φάντασμα, με το ζόρι έτρωγα το φαγητό μου και το βράδυ, όταν κοιμόμουν, εφιάλτες με στοίχειωναν. Στη Μυρτώ είχα πει απλώς ότι με είχε πιάσει η μελαγχολία των γιορτών. Ήταν έξυπνη, είχε καταλάβει ότι κάτι της έκρυβα, μα το προσπερνούσαμε και οι δύο. Εκείνη τη μέρα, θα γράφαμε γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Θα έβαζα τα γέλια, αν δεν ήμουν σε αυτήν την κατάσταση. Το πρωί, όταν ξύπνησα, μπήκε στο δωμάτιο και κρατούσε στα χέρια της χαρτί και στυλό. «Έκπληξή!» φώναξε. Έτριψα τα μάτια μου και χαμογέλασα όσο μπορούσα. «Μου κάνεις πλάκα, έτσι;». Περίμενα την αρνητική της απάντηση και έτσι ανακάθισα και πήρα τα αντικείμενα στα χέρια μου. Συνηθισμένη πλέον, αγνόησα τη μορφή πίσω από τη φίλη μου, όταν όμως ξεκίνησα να γράφω, έμοιαζε σαν κάτι να την τράβηξε κάτω. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το τι θα ζητούσα. Έτσι, έγραψα ότι ήθελα την πρωτοχρονιά όλα να σταματήσουν προσποιούμενη ότι πίστευα. Την άλλη μέρα θα πηγαίναμε στο ταχυδρομείο.
Το ταχυδρομείο βρισκόταν λίγα στενά πιο δίπλα. Είχε φτάσει πλέον η παραμονή. Χώσαμε τα γράμματα στη σχισμή του ταχυδρομικού κουτιού και γυρίσαμε σπίτι. Για την ακρίβεια, εγώ. Η Μυρτώ θα πήγαινε να κάνει κάτι ψώνια. Μου είπε να επιστρέψω σπίτι και να ξεκουραστώ. Μόλις έκλεισα την πόρτα, ένιωσα κάτι να με πλησιάζει από πίσω. Πριν προλάβω να γυρίσω, αυτό το κάτι με έσπρωξε όπως εκείνη την ημέρα στο ατύχημα. Έπεσα στο πάτωμα και είδα τον ίδιο μου τον κολλητό να βρίσκεται από πάνω μου κοιτώντας με χαιρέκακα. Ψιθύριζε πράγματα όπως το ότι εγώ έφταιγα για τον θάνατό του, ότι τον «άφησα» να τον πατήσει το αμάξι και φαινόταν να ευχαριστιέται την τρομοκρατημένη μου έκφραση. Όταν πλέον ένιωθα το κεφάλι μου να βουίζει και να ζαλίζομαι, η μορφή πολλαπλασιάστηκε μέσα σε δευτερόλεπτα. Οι ψίθυροι είχαν γίνει πλέον φωνές, τόσο δυνατές, που μόλις ακουγόντουσαν οι τσιρίδες μου. Τότε ξαφνικά τα πάντα εξαφανίστηκαν και στη θέση τους πρόβαλλε η Μυρτώ η οποία με σήκωσε και με ρώτησε τι συνέβη. «Τίποτα, απλά έπεσα», απάντησα και εκείνη, παρότι δεν το πίστεψε, απομακρύνθηκε λίγο ψυχρά. Την ακολούθησα και ανεβήκαμε επάνω για να ντυθούμε. Το βράδυ θα ερχόντουσαν κάποιοι φίλοι μου που έμεναν στην περιοχή.
Αρχίσαμε να μαγειρεύουμε για το βράδυ. Στις δέκα, έφτασαν, άνοιξα και αγκαλιαστήκαμε θερμά. Παίξαμε μερικά επιτραπέζια και φάγαμε το γιορτινό δείπνο. Η φίλη μου είχε φροντίσει να τοποθετήσει μέχρι και γκι ανάμεσα στα πιάτα. Είχε πάει δώδεκα παρά πέντε. Συγκεντρωθήκαμε όλοι στο σαλόνι και ανοίξαμε την παλιά τηλεόραση. Σίγουρη πλέον ότι είχα δίκιο που δεν πίστευα στο πνεύμα των γιορτών, χαμογέλασα. Τότε, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, οι φωνές και οι ήχοι τρακαρίσματος επανήλθαν και ένας στρατός από μορφές πήραν τη θέση των φίλων μου, οι οποίοι χάθηκαν από τα μάτια μου. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι φωνές τους, ενώ μετρούσαν αντίστροφα το τελευταίο λεπτό. Έπεσα για άλλη μια φορά σχεδόν λιπόθυμη στο έδαφος και ένιωθα τα μάτια μου να κλείνουν. Μέσα στον ενθουσιασμό και τον θόρυβο, κανείς δεν άκουσε τίποτα, μονάχα τις ίδιες τους τις φωνές. «3…2…1… Καλή χρονιά!» Στο άκουσμα του νέου χρόνου, οι μορφές φάνηκαν να τρομοκρατούνται και με πλημμύρισε ένα αίσθημα σιγουριάς που είχα πολύ καιρό να νιώσω. Σηκώθηκα και ψιθύρισα. «Πιστεύω». Μετά, τα πάντα χάθηκαν. Αγκαλιαστήκαμε φιληθήκαμε και έτυχα το φλουρί στην πίτα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα τον παλιό, όμορφο και ευτυχισμένο μου εαυτό. Κοιμήθηκα, για τελευταία φορά σε αυτό το σπίτι. Το επόμενο πρωί, φεύγαμε. Όταν η Μυρτώ φόρτωσε τα πράγματα, άφησα να ξεφύγει από τα χείλη μου ένας αποχαιρετισμός. «Αντίο Φίλιππε, κι εγώ σ’ αγαπώ!».